- πεζοδρομία
- ητρέξιμο ή περπάτημα με τα πόδια, πεζοπορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιονίους Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
περίπτερο — το, Ν 1. μικρό μεμονωμένο κτίσμα σε κήπους κατάλληλο για ανάπαυση ή σε εξοχές ως κέντρο αναψυχής ή και για προφύλαξη από τις καιρικές μεταβολές 2. μικρό ξύλινο κτίσμα σε πεζοδρόμια ή σε πλατείες, όπου πωλούνται διάφορα μικροαντικείμενα, όπως λ.χ … Dictionary of Greek
γνεύσιοι — Σχιστώδη μεταμορφωμένα πετρώματα, με ορυκτολογική σύσταση ανάλογη με αυτή των γραφιτών. Προέρχονται από τη μεταμόρφωση είτε πυριγενών πετρωμάτων (ορθογνεύσιοι) είτε ιζηματογενών (παραγνεύσιοι), που είναι όμοιοι και των οποίων η προέλευση… … Dictionary of Greek
Ουλάν Μπατόρ — (Ulaanbaatar ή Ullan Bator). Πρωτεύουσα (548 400 κάτ.) της δημοκρατίας της Μογγολίας. Η πόλη ιδρύθηκε το 1649 και από το 1664 υπήρξε η έδρα του «ζωντανού Βούδα». Το 1691 έγινε έδρα των κατά καιρούς κυβερνητών της περιοχής, που μετονομάστηκε… … Dictionary of Greek